-
1 προσάπτω
A fasten to or upon,τύμβῳ π. μηδέν S.El. 432
;στέρνοις στέρνα E.El. 1321
(anap.); κόσμον Πενθεῖ, χλιδὴν τέκνῳ, Id.Ba. 859, Ion 27; τὸ ἀντίγραφον.. προσήφαμεν ([tense] pf.) we have attached the copy, UPZ22.11 (ii B.C.).2 attach to, bestow upon, grant,κῦδος Ἀχιλλῆϊ προτιάπτω Il.24.110
;π. κλέος τινί Pi.N.8.37
;τῷ τεθνηκότι τιμάς S. El. 356
;γῇ τῇδε.. ἑορτὴν καὶ τέλη E.Med. 1382
; γέρας, ἐγκώμιά τισι, Pl.Sph. 231a, Lg. 822b;εὐδαιμονίαν τοῖς φύλαξι Id.R. 420d
; τὸ ὄνομα (sc. πῦρ).. προσάψαι.. Ἑλληνικῇ φωνῇ Id.Cra. 410a
;ὠφέλειάν τινι D. 61.53
; in bad sense, fix upon, attach,μή τι.. χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς S.OC 236
(lyr.);π. τῇ τύχῃ αἰτίαν Men.1083.4
, cf. Porph.Abst.1.7:— [voice] Pass., to be bound up with,σχήματι τοῦ λόγου A.D.Synt.232.10
.3 c. acc. only, apply,μεῖζον π. τῆς νόσου τὸ φάρμακον S.Fr. 589
, cf. Dsc. Eup.1.74 ([voice] Pass.), Archig. ap. Gal.12.873 ([voice] Med.);π. χεῖρα E.Supp. 361
;γνώμην πρός τι Id.Fr.362.10
;ἀλγηδόνα τινά Pl.Plt. 293b
; simply, add,τό γε εἶναι Id.Sph. 252a
.5 ascribe, attribute to, ἐκείνῳ (sc. τῷ Θαλῇ)τὸ κατανόημα προσάπτουσι Arist.Pol. 1259a8
;π. τῷ Ἀπόλλωνι τὴν δάφνην D.S.1.17
;Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι Id.5.69
;τὰ κατορθώματα τῇ τύχῃ Plb.31.30.3
, cf. 4.24.3.II intr., fasten oneself to, καί μοι.. ἀγχοῦ προσῆψεν.. ἐν δισκήματι came very near me in the quoit-throw, S.Fr. 380 (dub.); to be added, (lyr.).III [voice] Med., fasten oneself upon, Arist.Fr. 324; lay hold of, touch, τῷ στόματι π. [τινός] X.Mem.1.3.12;π. τῆς ἀληθείας Pl.Ti. 71e
; τῶν οὔλων (v.l. τοῖς οὔλοις) Dsc.1.105.2 have to do with, meddle with,ὅτου ἂν π. ἀνδρός Aeschin.3.114
; τῶν πραγμάτων ib.133; τοῦ λόγου, τοῦ πολέμου, D.C.60.26, 44.44; πλέω π. τῶν δυνατῶν attempt more than is possible, Democr.3.3 of wrestlers, come to grips, Gal.15.197.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσάπτω
-
2 προσαπτω
эп. προτιάπτω1) прилаживать, привязывать, прикреплять(κόσμον τινί Eur.; τὰς λαιὰς τοῖς ἱστοῖς Arst.)
π. στέρνοις στέρνα Eur. — прижаться грудью к груди;τύμβῳ τι π. Soph. — возлагать что-л. на могилу;τέν ἀρχέν τελευτῇ π. Plat. — связать начало с концом2) даровать, отдавать(κῦδός τινι Hom.)
3) воздавать, оказывать(τιμὰς τῷ τεθνηκότι Soph.; τὰ ἐγκώμιά τινι Plat.)
4) применять, прилагатьμεῖζον τῆς νόσου τὸ φάρμακον π. Soph. — применять средство, которое сильнее (самой) болезни;
προσάψαι τὸ ὄνομα Ἑλληνικῇ φωνῇ Plat. — приспособить (иноземное) слово к греческому произношению5) приписывать, присваивать, относить(τέν δάφνην τῷ Ἀπόλλωνι Diod.; τέν Αἴγυπτον τῇ Λιβύῃ Arst.; Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι π. Diod.)
6) причинять, вызывать(ἀλγηδόνα Plat.)
7) возлагать, поручать(ναυτικόν τινι Xen.)
8) присоединять, добавлять(τι Plat.)
9) присоединятьсяτάδ΄ εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς πάλαι Soph. — если к старым бедствиям присоединятся и эти
10) med. (со)прикасаться(προσάπτεσθαι τῆς ἀληθείας Plat.)
προσαψάμενοι τούτων τῶν πραγμάτων Aeschin. — возымевшие касательство к этим делам
См. также в других словарях:
προσάπτω — ΝΜΑ και δωρ. τ. προτιάπτω Α [ἅπτω] 1. προσαρτώ κάτι σε κάτι άλλο, προσκολλώ («τούτων μὲν ὦν ἔχεις χεροῑν τύμβῳ προσάψης μηδέν», Σοφ.) 2. επισυνάπτω («τὸ ἀντίγραφον... προσήψαμεν», πάπ.) 3. μτφ. (με αρνητική σημ.) καταλογίζω κάτι εις βάρος κάποιου … Dictionary of Greek